- ναρβάλ
- Θηλαστικό της οικογένειας των Δελφινοπτέρων, της τάξης των κητωδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Monodon monoceros. Το κύριο χαρακτηριστικό του ν. βρίσκεται στην οδοντοφυΐα του: τα νεαρά άτομα έχουν μόνο δύο δόντια στο μπροστινό μέρος της άνω γνάθου· τα δόντια αυτά αναπτύσσονται κατόπιν κατά διαφορετικό τρόπο. Στο θηλυκό μένουν κοντά και κρυμμένα στο φατνίο τους, ενώ στο αρσενικό ένα από τα δύο δόντια, συνήθως το αριστερό, μεγαλώνει πολύ προς τα εμπρός, κατά τον άξονα του σώματος, και φτάνει σε μέσο μήκος δυο μέτρων. Και στα θηλυκά επίσης μερικές φορές αναπτύσσεται σημαντικά χωρίς όμως να φτάνει ποτέ τις διαστάσεις του αρσενικού. Δεν έχει διευκρινιστεί ποια είναι η λειτουργία του δοντιού αυτού, που χαρακτηρίζεται, εκτός από τις μεγάλες διαστάσεις, και από ελικοειδείς αυλακώσεις.
To ν., του οποίου το μήκος στα αρσενικά μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε μέτρα, έχει τα μπροστινά άκρα μεταμορφωμένα σε πτερύγια, ενώ λείπουν τα πίσω. Το ουραίο πτερύγιο είναι δίλοβο, οριζόντιο και μπορεί να υπερβεί σε πλάτος το ένα μέτρο. Το παράξενο αυτό κήτος είναι διαδεδομένο στις αρκτικές θάλασσες από τις οποίες, τον χειμώνα, κατεβαίνει μερικές φορές έως τις ακτές της βόρειας Ευρώπης. Παλαιότερα το κυνηγούσαν πολύ οι Εσκιμώοι για το άφθονο λίπος του, το λείο και ανθεκτικό δέρμα του και τα δόντια του.
Το ναρβάλ (monodon monoceros) είναι κήτος πολύ διαδομένο στις αρκτικές θάλασσες, από τις οποίες καμιά φορά κατεβαίνει ως τις ακτές της βόρειας Ευρώπης. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η υπερβολική ανάπτυξη του ενός από τα δύο δόντια του, που στα ώριμα αρσενικά μπορεί να φτάσει τα 2 μέτρα. Το ναρβάλ φημίζεται για το άφθονο λίπος του και το λείο και ανθεκτικό δέρμα του.
Dictionary of Greek. 2013.